ανώτερος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνώτερος, -α, -ον)
υψηλότερος, υπέρτερος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους
2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» — αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά
β) «ανώτερος χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό κέρδος, αφιλοχρήματος
γ) «ανωτέρα διαταγή» — αυτή που προέρχεται από υψηλή δημόσια αρχή
δ) «ανωτέρα βία, δύναμη» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιος
ε) «και σ' ανώτερα» — ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη περίπτωση)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά
2. αυτός που αναφέρεται σε κάποιο βιβλίο ή σύγγραμμα πριν από κάτι άλλο
3. αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο τόπο.