απορία
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
η (AM ἀπορία, Α κ. ἀπορίη) άπορος
1. έλλειψη διεξόδου, αμηχανία, αδιέξοδο
2. έλλειψη πόρων, πενία
3. δύσκολη θέση
μσν.- νεοελλ.
1. έκπληξη, ξάφνιασμα
2. δυστυχία
αρχ.
1. (για τόπο) δυσκολία διάβασης
2. (για πρόσωπα) δυσκολία επικοινωνίας ή προσπέλασης
3. (για αρρώστια) στενοχώρια, ανησυχία
4. (στη διαλεκτική) θέμα προς συζήτηση, δυσκολία, πρόβλημα.