Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
η (Α ἀπορροή) απορρέω
νεοελλ.
χημ. το χημικό στοιχείο ατομικού αριθμού 86
αρχ.
1. ροή από κάπου
2. ρέμα, ρυάκι
3. (για ποτάμια) εκπήγαση
4. αναθυμίαση
5. εκροή, εκπόρευση
6. (για φύλλα) αποβολή, πτώση.