ασελγής

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσελγής, -ές)
ο ακόλαστος, ο λάγνος
αρχ.
ο αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < αθελγήςτρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α- πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα του εν-, δεν είναι ικανοποιητική. Επίσης, η σύνδεση της λ. με λεττιτ. tulrums, «οίδημα, όγκος» ή με αρμ. elc «κατεστραμμένος, κακός», z-elc «άσωτος ακόλαστος» είναι φωνητικά αδύνατη. Ο τ. ασελγής χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αττική διάλεκτο (κωμικοί, ρήτορες, Πλάτων) για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που κατέχεται από αισχρή και αχαλίνωτη ορμή, από ακολασία, ενώ με τη σημασία «άσεμνος» απαντά σε μεταγενέστερους χρόνους.
ΠΑΡ. ασέλγεια, ασελγώ
αρχ.
ασελγαίνω].