Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αϋτμή

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

ἀϋτμή, η (Α)
1. πνοή, αναπνοή
2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά
3. άρωμα, ευωδιά
4. οσμή, μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου αετμός, άετμα (πρβλ. «αετμόν
το πνεύμα», «άετμα
φλόξ», βλ. και λ. ατμός), όσο και με το άημι].