βαθμίδα
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
Greek Monolingual
η (AM βαθμίς, Μ και βασμίς) βαθμός
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. η θέση του καθενός από τους επτά φθόγγους της διατονικής κλίμακας ως προς τον βασικό φθόγγο ή «βάση» της, την τονική
2. η θέση που καταλαμβάνει κάποιος στην κοινωνία, και ειδικότερα στην πολιτική ή στρατιωτική ιεραρχία
3. (μηχανολ.) η οδοντωτή προεξοχή σε τροχό μηχανής
4. (τοπογρ.) απότομη πτώση του εδάφους, που εκτείνεται οριζόντια ή πλάγια
5. χαρακτηριστική διαμόρφωση του εδάφους σε μεταλλείο ή λατομείο που γίνεται για εκμετάλλευση με ορισμένη μέθοδο
6. η μεταβολή που εμφανίζει ένα μετεωρολογικό στοιχείο ανά μονάδα απόστασης
7. φρ. «βαθμίδες» ή «βαθμίδες επιτόνου» — μικρά κομμάτια σχοινιού που δένονται οριζόντια μεταξύ επιτόνων και χρησιμεύουν για την αναρρίχηση των ναυτικών και χειριστών των ιστίων, σκαλιέρες
αρχ.
1. βάση, υπόβαθρο αγάλματος
2. κοιλότητα άρθρωσης των οστών.