βαρυδαιμονία

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠδαιμονία Medium diacritics: βαρυδαιμονία Low diacritics: βαρυδαιμονία Capitals: ΒΑΡΥΔΑΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: barydaimonía Transliteration B: barydaimonia Transliteration C: varydaimonia Beta Code: barudaimoni/a

English (LSJ)

ἡ,
A grievous ill-luck, Antipho2.2.2.
II surliness, churlishness, Lys.4.9, Ph.1.487,558.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 enorme mala suerte Antipho 2.2.2.
2 grosería Lys.4.9, Ph.1.487, 558.

German (Pape)

[Seite 433] ἡ, schweres Geschick, Unglück, Antiph. II β 2; Lys. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grave infortune.
Étymologie: βαρυδαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυδαιμονία -ας, ἡ βαρυδαίμων zware irritatie, chagrijnigheid.

Russian (Dvoretsky)

βαρυδαιμονία: ἡ несчастная судьба, бедственное положение: ὁ δ᾽ εἰς τοῦτο βαρυδαιμονίας ἥκει, ὥστε … Lys. он дошел до такого безумия, что ….

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠδαιμονία: ἡ, θλιβερὰ δυστυχία, ἀθλιότης (κακομοιριὰ) Ἀντιφ. 116. 29, Λυσ. 101. 24.

Greek Monolingual

βαρυδαιμονία, η (Α) βαρυδαίμων
1. βαριά μοίρα, δυστυχία
2. τραχύτητα, σκαιότητα.