βεβαίωση

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

η (AM βεβαίωσις) βεβαιώ
1. επικύρωση, επιβεβαίωση
2. καθορισμός, εξακρίβωση
νεοελλ.
1. επίσημο υπηρεσιακό έγγραφο που χορηγείται στον ενδιαφερόμενο για θέματα υπηρεσιακής κατάστασης κ.λπ.
2. η γνώση που δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη αλλά συνοδεύεται από κάποιο δισταγμό του δικαστή
3. φρ. «ένορκη βεβαίωση» — κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου
αρχ.-μσν.
στερέωση, εξασφάλιση
μσν.
ασφάλεια, σιγουριά
αρχ.
1. (νομ.) εγγύηση
2. φρ. «εἰς βεβαίωσιν» — εις το διηνεκές, επ' άπειρον
3. φρ. «βεβαιώσεως δίκη» — δίκη σχετική με την επίλυση οικονομικών διαφόρων που διεξαγόταν ενώπιον των θεσμοθετών.