βουνίτης
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A dweller on the hills, of Pan, AP6.106 (Zon.).
II cf. βωνίτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. βωνίτης Call.Fr.251, Hsch., EM 218.22G.
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [plu. dat. βωνίτῃσιν Call.l.c.]
1 montaraz de Pan AP 6.106 (Zon.).
2 boyero Call.l.c., Hsch., Sud., EM l.c.
•interpr. tb. como campesino Hsch.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, Hügelbewohner, Pan, Zon. 4 (VI, 106). – Aber β. οἶνος, Wein aus βούνιον, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui vit sur les collines.
Étymologie: βουνός.
Russian (Dvoretsky)
βουνίτης: ου (ῑ) ὁ житель холмов (эпитет Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βουνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, κάτοικος τῶν βουνῶν ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 106. 2) =βούτης, Σουΐδ. -Ὁ Δωρ. τύπος βωνίτης παρ’ Ἡσυχ. καὶ Καλλ. Ἀποσπ. 157. ΙΙ. κατεσκευασμένος ἐκ βουνίου ἢ παρεσκευασμένος δι’ αὐτοῦ, ἔχων τὴν εὐωδίαν αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 56.
Greek Monolingual
ο (Α βουνίτης) βουνός, αυτός που κατοικεί στα βουνά.
Greek Monotonic
βουνίτης: [ῑ], -ου, ὁ (βουνός), κάτοικος των βουνών, σε Ανθ.