βόλιτον
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
τό (βόλιτος, ὁ, acc. to Sch.Ar.Ra.295:—also βόλβιθος, ὁ, PMag.Par.1.1439), cow dung, cow pat, cow pie, cow manure, mostly in plural, Cratin.39, Ar.Ach.1026, Eq.658: prov., βολίτου δίκη = shitty legal action, vexatious action, Sch.Ar.Eq. 658.
Spanish (DGE)
(βόλῐτον) -ου, τό
• Alolema(s): βόλιτος, ὁ Sch.Ar.Ra.294
boñiga, estiércol de vaca gener. en plu., Sol.Lg.64a, Cratin.43, Ar.Ach.1026, Eq.658, usado como abono, Thphr.HP 2.4.2, cf. CP 5.6.11
•prov. del que va a juicio por una nimiedad βολίτου δίκη = juicio de mierda Sch.Ar.Eq.658, Sud.β 367; cf. βόλβιτον.
German (Pape)
[Seite 452] τό, Eustath. βόλιτος, ὁ, Schol. Ar. Ran. 295, Auswurf, Mist; Ach. 990 Equ. 656; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fiente de vache, bouse.
Étymologie: att. c. βόλβιτον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόλιτον -ου, τό en βόλιτος -ου, ὁ βόλος ?] koeienmest.
Russian (Dvoretsky)
βόλῐτον: τό навоз Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βόλῐτον: τό, ἤ βόλῐτος, ὁ κόπρος βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.
Greek Monolingual
βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α)
1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών
2. φρ. «βολίτου δίκη» — δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα βόλβιτον, βόλβιτος (Θεόφρ., Διοσκ., Αρχιγένης). Πρόκειται για τύπους αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, το βόλιτον, συσχετιζόμενο με τα βάλλω, βόλος, βολεών «κοπρώνας», αποτελεί τον αρχικό τ., το δε βόλβιτον οφείλεται σε παρασυσχετισμό με το βολβός χάριν αστειότητας ή ευφημισμού. Λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη κατά την οποία αρχικός τ. είναι το βόλβιτον < βολβός, το δε βόλιτον προήλθε με εξακολουθητική ανομοίωση από το βόλβιτον.
ΠΑΡ. αρχ. βολίταινα, βολίτινος.
Greek Monotonic
βόλῐτον: τὸ ή βόλῐτος, ὁ (βάλλω), κοπριά των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
See also: s. βόλβιτον
Middle Liddell
βάλλω?]
cow-dung, mostly in plural, Ar.
Translations
dung
Albanian: bajgë; Arabic: رَوْث, سَمَاد, بِرَاز; Egyptian Arabic: زبل; Moroccan Arabic: غبار, مازير; Armenian: գոմաղբ; Aromanian: baligã; Azerbaijani: peyin, gübrə; Belarusian: гной; Bengali: সার; Bulgarian: естествен тор, тор, гюбре; Burmese: မြေဩဇာ; Catalan: fem; Chamicuro: tuki; Chinese Mandarin: 肥料, 糞肥, 粪肥, 糞, 粪; Czech: hnůj; Dalmatian: lotum; Danish: møg, gødning; Dutch: mest; Esperanto: sterko; Estonian: sõnnik; Finnish: lanta, sonta; French: fumier, purin; Galician: estrume, esterco, cuito; Gallo: fien; Georgian: ნეხვი, ნაკელი, ფუნე; German: Mist, Dung, Odel; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌷𐍃𐍄𐌿𐍃; Greek: κοπριά; Ancient Greek: κοπριά, κόπρος, σπέλεθος; Hebrew: זֶבֶל; Hindi: खाद, पांस; Hungarian: trágya; Icelandic: mykja; Indonesian: pupuk; Irish: aoileach; Italian: letame, stallatico; Japanese: 肥, 肥料; Kazakh: көң; Khmer: ជីហរិត, ជីអាចម៍សត្វ; Korean: 비료(肥料), 똥, 똥거름; Kurdish Central Kurdish: پەیین; Northern Kurdish: peyîn; Kyrgyz: көң, кык; Lao: ໂຄທາ; Latin: stercus, fimum, fimus; Latvian: mēsli; Lithuanian: mėšlas; Low German: Mischt; Luxembourgish: Mëscht; Macedonian: лепешка, ѓубриво, ѓубре; Malay: baja; Maltese: demel; Manx: eoylley; Maori: wairākau, maniua; Mongolian Cyrillic: аргал; Moroccan Amazigh: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Norman: conré, feunmyi; Norwegian Bokmål: møkk, gjødsel; Nynorsk: møkk; Ojibwe: moo; Pashto: غوشېړ, مېزر, ډېرۍ; Persian: کود, سرگین; Plautdietsch: Mest; Polish: nawóz, gnój; Portuguese: estrume, esterco; Quechua: wanu; Romagnol: aldàn; Romanian: baligă; Russian: навоз, удобрение, гной; Scottish Gaelic: buachar, leasachadh, todhar; Serbo-Croatian Cyrillic: балега, гно̑ј; Roman: baléga, gnȏj; Slovak: hnoj; Slovene: gnoj; Spanish: estiércol, abono; Sundanese: manur; Swahili: mbolea; Swedish: gödsel; Tajik: пору, саргин; Tamil: இயற்கை உரம்; Tashelhit: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Thai: ปุ๋ย, ปุ๋ยคอก; Tocharian B: weṃts; Turkish: gübre; Turkmen: dökün; Ukrainian: гній; Urdu: کھاد; Uyghur: چىلە, ئوغۇت; Uzbek: oʻgʻit, goʻng; Venetian: leame, grasa; Vietnamese: bón phân, phân chuồng; Walloon: ansene; Welsh: tail; Westrobothnian: göning