γάνωμα

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰ́νωμα Medium diacritics: γάνωμα Low diacritics: γάνωμα Capitals: ΓΑΝΩΜΑ
Transliteration A: gánōma Transliteration B: ganōma Transliteration C: ganoma Beta Code: ga/nwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = γάνος, brightness, brilliance, prob. in IG4.1484.97 (Epid., iv B. C.), Plu.2.48d, 50a.
II joy, gladness, Ph.1.335, al.
III lacker, ἔστω τὸ γάνωμα τοῦ χαλκοῦ μόλιβδος Aët.6.58.
2 metaph. of internal membranes or coats, τὸ γάνωμα τῶν ἐντέρων Alex.Trall.9.3, cf. Sever.Clyst.p.34D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 brillantez c. gen. γανώματος ἱμάντων ἅλων IG 42.102.97 (Epidauro IV a.C.), τοῦ χρυσοῦ Plu.2.50a, cf. 48c
fig. ἐπενδυσάμενος τὸ γ. τῆς δόξης Clem.Al.Strom.5.6.40.
2 alegría γ. ἄκρατον alegría pura de servir a Dios, Ph.1.335.
3 baño de metales τὸ γ. τοῦ χαλκοῦ μόλιβδος Aët.6.58.
4 medic. membrana de un órgano interno τὸ γ. τῶν ἐντέρων Alex.Trall.2.421, en plu. Seuer.Clyst.p.34.

German (Pape)

[Seite 474] τό, Glanz, Schimmer, Plut. de audit. 10; Philo.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
éclat, brillant.
Étymologie: γανόω.

Russian (Dvoretsky)

γάνωμα: ατος (γᾰ) τό блеск, сияние (λαμπρότης καὶ γ. τοῦ χρυσοῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γάνωμα: τό, = γάνος, στιλπνότης, λαμπρότης, Πλούτ. 2. 48C, 50Α, κτλ.

Greek Monolingual

το (AM γάνωμα) γάνος
1. στιλπνότητα, γυαλάδα
2. επάλειψη της εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο
νεοελλ.
1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα
τα χαλκώματα, τα χάλκινα σκεύη
αρχ.
1. η λαμπρότητα, η αίγλη
2. μεμβράνη ή λείος ιστός στο εσωτερικό του σώματος («το γάνωμα τών εντέρων»).