γηροβοσκέω

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηροβοσκέω Medium diacritics: γηροβοσκέω Low diacritics: γηροβοσκέω Capitals: ΓΗΡΟΒΟΣΚΕΩ
Transliteration A: gēroboskéō Transliteration B: gēroboskeō Transliteration C: girovoskeo Beta Code: ghroboske/w

English (LSJ)

to feed or cherish in old age, esp. one's parents, E. Med.1033, Alc.663; also τέκνα Demoph.Sent.43:—Pass., to be cherished when old, Ar.Ach.678 (γηρωβοσκήσει is read in Lib.Decl. 49.22; γηρωβοσκήσαντα is v.l. in Stob.3.1.38; cf. γηροκομεῖον, γηροκομέω, γηροκομία, γηροκόμος: such forms might be due to contr. of γηραο-, but are more prob. misspellings).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): γηρω- Lib.Decl.49.22
alimentar, mantener, cuidar en la vejez como obligación filial ἐμέ E.Med.1033, cf. Alc.663, Sch.S.OC 585P., τοὺς γονεῖς Hermesian.Hist.2, cf. LXX To.14.13S, BGU 1578.14 (III d.C.), Lib.l.c., τὸ σῶμα Demoph.Sent.43
en v. pas. γηροβοσκούμεσθ' ὑφ' ὑμῶν como obligación de la colectividad, Ar.Ach.678, cf. IEphesos 3487.4, PMasp.314.3.28 (VI d.C.), fig. ὑπὸ μιᾶς (ἡδονῆς) ἔτι γηροβοσκεῖται τῆς ἀπὸ τοῦ κερδαίνειν Simon. en Plu.2.786b.

French (Bailly abrégé)

γηροβοσκῶ :
prendre soin de ses parents dans leur vieillesse.
Étymologie: γηροβοσκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηροβοσκέω γηροβοσκός verzorgen op de oude dag.

German (Pape)

einen Alten, im Alter, bes. die Eltern ernähren, Eur. Alc. 666; τοὺς γονεῖς Men. monost. 270. – Pass., Ar. Ach. 685.

Russian (Dvoretsky)

γηροβοσκέω: окружать заботами (покоить) в старости (τινα Eur.: τοὺς γονεῖς Men., Plut.; γηροβοσκεῖσθαι ὑπό τινος Arph., Plut.).

Greek Monotonic

γηροβοσκέω: μέλ. -ήσω, τρέφω ή περιποιούμαι κάποιον άνθρωπο μεγάλης ηλικίας, γηροκομώ, σε Ευρ. — Παθ., τυγχάνω περιποίησης στα γεράματα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γηροβοσκέω: τρέφω ἢ περιποιοῦμαι ἐν τῷ γήρατι, γηροκομῶ, ἰδίως τοὺς γονεῖς μου, Εὐρ. Μηδ. 1033, Ἀλκ. 663.- Παθ., τυγχάνω περιποιήσεως ἐν τῷ γήρατι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 678.

Middle Liddell

[from γηροβοσκός
to feed or tend in old age, Eur.: —Pass. to be so cherished, Ar.