δάμνιππος
English (LSJ)
δάμνιππον, horse-taming, Orph.A.740.
Spanish (DGE)
= δαμάσιππος -ου, ὁ, domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππος cód.).
German (Pape)
[Seite 522] Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.
Greek (Liddell-Scott)
δάμνιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.
Greek Monolingual
ο (Α δάμνιππος, -ον)
νεοελλ.
νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία
αρχ.
όποιος δαμάζει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν- του ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος].
Translations
tamer
Bulgarian: дресьор, звероукротител; Catalan: domador; Chinese Mandarin: 馴養人/驯养人; Czech: krotitel; Dutch: temmer; Esperanto: dresisto; Finnish: kesyttäjä; French: dresseur, dresseuse, dompteur; German: Dompteur, Dompteuse, Bändiger, Bändigerin; Greek: δαμαστής, θηριοδαμαστής; Ancient Greek: δαμαντήρ, δαμάσιππος, δαμάτειρα, δαμνηπῶλος, δάμνιππος, δμητήρ, ἡμερωτής, ἱππόδαμος, πραϋντής, πωλευτής, πωλοδαμαστής, πωλοδάμνης, πωλοτρόφος, τιθασευτής; Hebrew: מְאַלֵּף; Hungarian: szelídítő; Indonesian: penjinak; Italian: domatore, domatrice; Japanese: 調教師, 猛獣使い; Latin: domitor, domitrix, domator; Polish: poskramiacz, poskramiaczka, poskromiciel, poskromicielka, pogromca, pogromczyni; Portuguese: domador; Romanian: îmblânzitor, îmblânzitoare; Russian: дрессировщик, дрессировщица, укротитель, укротительница; Spanish: domador, domadora, amaestrador; Tagalog: magbabangad; Ukrainian: приборкувач, приборкувачка, муштрувальник, муштрувальниця