δεινοπαθέω

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινοπᾰθέω Medium diacritics: δεινοπαθέω Low diacritics: δεινοπαθέω Capitals: ΔΕΙΝΟΠΑΘΕΩ
Transliteration A: deinopathéō Transliteration B: deinopatheō Transliteration C: deinopatheo Beta Code: deinopaqe/w

English (LSJ)

complain loudly of sufferings, D.40.53, Telesp.58H., Plb.12.16.9, Luc.Syr.D.24; ἐπί τινι D.S.19.75, Plu.2.781a.

Spanish (DGE)

quejarse con vehemencia acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.Arc.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν D.S.12.24, cf. I.AI 1.312, Anon.in Rh.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3
gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.Syr.D.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3
c. ἐπί y dat. quejarse mucho por ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.AI 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.AI 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51.

German (Pape)

[Seite 538] Schreckliches erdulden, u. über sein Leid heftig klagen, Dem. 40, 53; Pol. 12, 16, 9 u. Sp.; ἐπί τινι D. Sic. 19, 75.

French (Bailly abrégé)

δεινοπαθῶ :
seul. prés., impf. et ao.
subir de mauvais traitements, être maltraité ou lésé ; se plaindre avec véhémence.
Étymologie: δεινός, πάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινοπαθέω [δεινός, πάθος] zijn leed klagen.

Russian (Dvoretsky)

δεινοπᾰθέω:
1 тяжело страдать, быть глубоко потрясенным (ἐπί τινι Plut., Diod.);
2 горько сетовать, возмущаться, негодовать Dem., Polyb.

Greek Monolingual

(AM δεινοπαθῶ δεινοπαθέω)
νεοελλ.
υφίσταμαι δεινά, ταλαιπωρούμαι φοβερά
μσν.
στενοχωριέμαι
αρχ.
παραπονιέμαι με φωνές για τα παθήματά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -παθώ < -παθής < πάθος. Η μαρτυρούμενη αρχ. λ. δεινοπαθής είναι μτγν.].

Greek Monotonic

δεινοπᾰθέω: μέλ. -ήσω (παθεῖν), παραπονιέμαι μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

δεινοπᾰθέω: (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, 9· ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. τραγῳδία.

Middle Liddell

παθεῖν
to complain loudly of sufferings, Dem.