διήγησις
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
διηγήσεως, ἡ, narration, narrative, Pl.R. 392d, Phdr. 246a, Aristeas 1, Ev.Luc.1.1, etc.; in a speech, statement of the case, Arist.Rh.1416b29, Zeno Stoic.1.23.
Spanish (DGE)
διηγήσεως, ἡ
1 narración, exposición, explicación θεία καὶ μακρά Pl.Phdr.246a, τὸ τῆς ἱστορικῆς διηγήσεως ἦθος Plb.38.4.1, cf. Aeschin.Ep.4.1, Str.13.1.36, Luc.Philops.37, Am.4, D.L.3.80, Ath.602f, δ. τις ... ὑβριστική una historia violenta D.H.Dem.11.2, εἰς σαφεστέραν διήγησιν para una más clara explicación Gr.Naz.M.35.1240C, cf. Plb.7.13.3, Ps.Dicaearch.3.8, LXX 2Ma.2.32, Posidon.162, D.H.Th.10.3, D.S.16.1, Str.8.3.16, I.AI 11.68, Luc.Somn.17, Longin.25, Babr.59.16, Vett.Val.240.1, Gal.2.690, Hermog.Inu.2.4 (p.114, 115), Lib.Ep.730.3, Eus.HE 5.28.1, Origenes Princ.3.12 (p.214), Hom.6.2 in Ier. (p.49), c. gen. subjet. Λιβύων διηγήσεις Plu.2.975d, c. gen. obj. ἐν τῇ τοῦ γλυκέος οἴνου διηγήσει en la exposición acerca del vino dulce Hp.Acut.51, δ. οὖσα γεγονότων ἢ ὄντων ἢ μελλόντων Pl.R.392d, cf. 506e, ἡ ... ἀδολεσχία ἐστὶ ... δ. λόγων μακρῶν Thphr.Char.3.1, cf. LXX Si.39.2, Ph.1.348, 2.579, Plu.2.358f, 546d, τῆς θεραπείας ἡ δ. Gal.18(2).536, cf. Hld.2.11.1, Ach.Tat.8.4.4, Gr.Nyss.Hex.11, Pall.H.Laus.65.tít., c. giro prep. c. περί: αἱ μεταξὺ τῶν λόγων διηγήσεις περὶ αὑτοῦ ... οἷον «καὶ ἐγὼ ἔφην» las aclaraciones sobre sí mismo intercaladas en los discursos, como «decía yo» Pl.Tht.143c, ἐν τῇ διηγήσει τῇ περὶ τὴν πολιορκίαν Arist.HA 601b2, cf. D.S.4.85, Eu.Luc.1.1, c. otras prep. ἡ παρὰ σου δ. Hld.3.4.7, ἡ καθ' ἕκαστον τῶν ὑποκειμένων δ. Hdn.Fig.p.94
•usos especializados en crít. lit. y ret. exposición τῶν δ' Αἰτίων Καλλιμάχου διηγήσεις exposiciones en prosa de los Αἴτια de Calímaco Call.Dieg. en PMil.Vogl.18.6b, dif. de διήγημα por ser más larga, Ammon.Diff.139, cf. Hdn.Fr.Philet.67, pero sinón. de διήγημα Theo Prog.78.17, op. μίμησις por ser las dos partes de la ποιητική Aristid.Quint.74.10, τέσσαρες δὲ διηγήσεων ἰδέαι cuatro son los tipos de exposición Sch.Er.Il.1.366b
•en ret. narración, parte expositiva del discurso tras προοίμιον Pl.Phdr.266e, Arist.Cat.14b3, Rh.1416b30, Anaximen.Rh.1438b28, Zeno Stoic.1.23, D.H.Is.14.2, Lys.16.4, C.C.109, Arr.Epict.2.2.7, D.L.7.43, Aps.p.249, Them.in Ph.173.18, Anon.in Rh.248.4.
2 informe, exposición escrita ἀξιολόγου διηγήσεως περὶ τῆς γενηθείσης ἡμῖν ἐντυχίας πρὸς Ἐλεάζαρον ... συνεσταμένης habida cuenta del interés que presenta el relato de nuestra embajada ante Eleazar Aristeas 1, τὰ δὲ τοῦ πράγματος τοιαύτην ἔχει τὴν διήγησιν POxy.1468.11 (III d.C.), πάντων τὴν διήγησιν πεποίημαι δι' οὗ προὔθηκα δημοσίᾳ μαρτυροπ[ο] ι[ή] ματος ya he hecho un relato detallado de todos estos hechos en el atestado que presenté en público, POxy.4122.8 (IV d.C.), πεποίημ(αι) τοῦτο τὸ γραμμ(άτιον) κατὰ τὴν ἀνωτέρ(αν) διήγησιν PHeid.330.8 (VI/VII d.C.), cf. PMonac.7.47 (VI d.C.), POxy.3955.26 (VII d.C.), κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην διήγησιν PLond.1007b.15 (VI d.C.), cf. SB 5357.10 (V d.C.).
French (Bailly abrégé)
διηγήσεως (ἡ) :
récit, narration, exposition.
Étymologie: διηγέομαι.
German (Pape)
ἡ, das Erzählen, die Erzählung, Plat. Rep. III.392d und Folgde; bes. in der Rede, Arist. rhet. 3.16; vgl. Plat. Phaedr. 266e; διήγησιν ἀποδοῦναι, Plut. Lyc. 1.
Russian (Dvoretsky)
διήγησις: διηγήσεως ἡ
1 рассказ, повествование, изложение, Plat., Arst., Polyb.;
2 рит. изложение сути дела (лат. narratio) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
διήγησις: διηγήσεως, ἡ, τὸ διηγεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 392D, κἑξ., Φαίδρ. 246Α, κτλ· ἐν ῥητορικῷ λόγῳ, ἡ ὑπόθεσις, ἔκθεσις τῆς ὑποθέσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 1, κ. ἀλλ.
English (Thayer)
διηγήσεως, ἡ (διηγέομαι), "a narration, narrative: Eusebius, h. e. 3,24, 7; 3,39, 12; cf. Grimm in the Jahrbb. f. deutsche Theol. 1871, p. 36. (Plato, Aristotle, Polybius; 2 Maccabees 6:17.)
Greek Monotonic
διήγησις: διηγήσεως, ἡ, αφήγηση, έκθεση, δήλωση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
διήγησις, εως [from διηγέομαι n
narrative, statement, Plat.
Chinese
原文音譯:di»ghsij 笛-誒給-西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-帶領(著)
字義溯源:述說,敘述,報告,聲明;源自(διηγέομαι)=充分敘述);由(διά)*=通過)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 述說(1) 路1:1
English (Woodhouse)
Translations
narration
Arabic: حِكَايَة; Belarusian: апавяданне; Bengali: বয়ান, রেওয়ায়ৎ; Bulgarian: разказване, описание; Chinese Mandarin: 講述, 讲述, 敘述, 叙述; Esperanto: rakonto; Finnish: kertomus, kuvaus; French: narration; German: Erzählung; Ancient Greek: διήγησις, ἀφήγησις; Ido: naraco; Irish: ríomh, reacaireacht; Japanese: ナレーション, 叙述; Korean: 서술(敍述), 내레이션, 이야기하기; Latvian: stāstīšana, stāstījums; Northern Sami: muitalus; Old Norse: frásǫgn; Portuguese: narração; Russian: повествование, изложение, рассказ; Sanskrit: कथन; Serbo-Croatian Cyrillic: приповеда̄ње, приповиједа̄ње; Roman: pripovédānje, pripovijédānje; Spanish: narración; Thai: การเล่าเรื่อง; Ukrainian: оповідання, розповідання