δικορράφος
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) pettifogger, D.Chr.7.123, Aristaenet.2.3, Phryn.PSp.62 B.
Spanish (DGE)
-ου
urdidor o muñidor de pleitos D.Chr.7.123, Aristaenet.2.3.23, Phryn.PS 62, Cyr.Al.M.70.1309B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
chicaneur, procédurier.
Étymologie: δίκη, ῥάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκορράφος: [ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) ὁ συρράπτων, ἐπινοῶν δίκας, Ἀρισταίν. 2. 3, Α. Β. 35.
Greek Monolingual
δικορράφος, ο (Α)
βλ. δικορράπτης.
Greek Monotonic
δῐκορράφος: [ᾰ], ὁ (ῥάπτω), δικηγορίσκος, δικολάβος, στρεψόδικος.
Middle Liddell
δῐκορ-ρᾰ́φος, ὁ, n ῥάπτω
a pettifogger.
German (Pape)
ὁ, der Prozesse anzettelt; Aristaen. 2.3; B.A. 35.
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικορράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φιλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus