δραγμεύω
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
collect the corn into sheaves, Il.18.555.
Spanish (DGE)
recoger los manojos παῖδες δραγμεύοντες Il.18.555.
German (Pape)
[Seite 664] Aehren zusammenfassen, um Garben zu machen, Homer einmal, Il. 18, 555.
French (Bailly abrégé)
lier en gerbes, gerber.
Étymologie: δραγμός.
Russian (Dvoretsky)
δραγμεύω: собирать колосья, вязать колосья в свопы (παῖδες δραγμεύοντες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
δραγμεύω: συνάγω τὸν σῖτον εἰς δέματα, Ἰλ. Σ. 555.
English (Autenrieth)
(δράγμα): gather handfuls of grain, as they fall from the sickle, Il. 18.555†.
Greek Monolingual
δραγμεύω (Α)
μαζεύω τα στάχυα και κάνω δεμάτια, χειρόβολα.
Greek Monotonic
δραγμεύω: μέλ. -σω (δράγμα), μαζεύω σιτάρι σε δεμάτια, σε χειρόβολα, σε Ομήρ. Ιλ.