δυστόπαστος
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
δυστόπαστον, hard to guess, ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885; Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138, cf. Phld.Mort.37; αἰτία Plu.Rom. 21; κοσμοποιός Ph.1.570.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de predecir, difícil de adivinar Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.Supp.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.Tr.885, cf. Ph.1.467, 570, ἀόρατος καὶ δ. Ph.2.294, αἰτία Plu.Rom.21, cf. Demetr.38.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu errathen; αἴνιγμα Eur. Suppl. 150; εἰδέναι, schwer zu erkennen, Tr. 885; αἰτία Plut. Rom. 21; Demetr. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.
Étymologie: δυσ-, τοπάζω.
Russian (Dvoretsky)
δυστόπαστος: с трудом отгадываемый, едва постижимый (αἴνιγμα Eur.; αἰτία Plut.): δ. εἰδέναι Eur. непознаваемый.
Greek (Liddell-Scott)
δυστόπαστος: -ον, δυσείκαστος, ὅστις ποτ’ εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.
Greek Monolingual
δυστόπαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, δυσείκαστος.
Greek Monotonic
δυστόπαστος: -ον (τοπάζω), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει κάποιος, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-τόπαστος, ον τοπάζω
hard to guess, Eur.
English (Woodhouse)
dark, obscure, hard to conjecture, hard to divine, hard to guess, hard to understand