ελαττώνω

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

(AM ἐλαττῶ, ἐλαττόω
Α και ἐλασσῶ, ἐλασσόω)
1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο
2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του
αρχ.-μσν.
ἐλαττοῦμαι
1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός
2. μειονεκτώ
μσν.
βλάπτω
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον
2. κόβω, κονταίνω
II. παθ. ἐλαττοῦμαι
1. ζημιώνομαι
2. παραχωρώ δικαιώματα, φαίνομαι υποχωρητικός
3. δεν ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου
4. στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)
5. ζημιώνομαι από κάτι («μὴ ἐλαττούμενος τοῦ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).