εξοφλώ

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual

και ξοφλώ, -άω και -έω (Μ ἐξοφλῶ, -έω)
1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό»)
2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ.
3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω
νεοελλ.
1. διακόπτω τις δοσοληψίες με κάποιον ή παύω να ασχολούμαι με κάτι («ξόφλησα μαζί της», «ξόφλησα με την υπηρεσία»)
2. απογοητεύω κάποιον
3. εκπληρώνω μια προσδοκία
4. καταστρέφω, ερημώνω
5. φρ. «ξοφλώ με το κεφάλι μου» — πληρώνω με τη ζωή μου
6. (μτχ. παθ. παρακμ.) ξοφλημένος, -η, -ο
κατεστραμμένος ή τελείως αποτυχημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οφλώ (μτγν. τ. του οφλισκάνω «οφείλω»].