εφεδρεύω
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφεδρεύω) έφεδρος
παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.
β. «ἐκεῖ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. εδρεύω, κάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε κάτι («ἄγχος ἐφεδρεῡον κάρᾳ», Ευρ.)
2. επωάζω
3. καταλύω, σταματώ σε κάποιον τόπο
4. καταλαμβάνω κάποιον τόπο
4. μτφ. (για ασθένειες) επαπειλώ, επικρέμαμαι
5. παραμένω ως εφεδρεία τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῖς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῖς πολεμίοις», Πολ.)
6. επιτηρώ, επιστατώ («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ», Πολ.)
7. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) περιμένω να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.