ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
Full diacritics: εὔνυμφος | Medium diacritics: εὔνυμφος | Low diacritics: εύνυμφος | Capitals: ΕΥΝΥΜΦΟΣ |
Transliteration A: eúnymphos | Transliteration B: eunymphos | Transliteration C: eynymfos | Beta Code: eu)/numfos |
εὔνυμφον, of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.
εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.