εὔπους

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπους Medium diacritics: εὔπους Low diacritics: εύπους Capitals: ΕΥΠΟΥΣ
Transliteration A: eúpous Transliteration B: eupous Transliteration C: eypous Beta Code: eu)/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, εὔπουν, τό, gen. ποδος,
A with good feet, of horses and dogs, X.Eq.1.3, Cyn.3.2; of a bird, εὔπους καὶ κακόπτερος Arist.HA617b4; fleet of foot, Δηωΐνη Call.Fr.48.
II with good feet, flowing, ἁρμονία AP6.54 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1090] οδος, mit guten Füßen, gut zu Fuß, schnellfüßig, ἵππος, κύνες, Xen. Equ. 1, 3 Cyn. 3, 2 u. öfter; Arist. H. A. 9, 22; – ἁρμονία, mit schönen Versfüßen, schön gemessen, Paul. Sil. 48 (VI, 54).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. εὔποδος
aux pieds agiles ou robustes.
Étymologie: εὖ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

εὔπους: 2, gen. ποδος adj. с резвыми ногами, быстроногий (ἵππος Xen.; ὄρνις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπους: ὁ, ἡ, ουν, τό. ἔχων καλοὺς πόδας, ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 3, Κυν. 3, 2· ἐπὶ πτηνοῦ, εὔπους καὶ κακόπτερος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 22, 2. II. ἐπὶ στίχων ἐν τῇ ποιήσει, ὁ συνιστάμενος ἐκ καλῶν καὶ εὐρύθμων ποδῶν, εὔποδος ἁρμονίας Ἀνθ. Π. 6. 54. κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

εὔπους, -ουν (ΑΜ)
(για ίππους, σκύλους, πτηνά κ.λπ.) αυτός που έχει καλά και γρήγορα πόδια, ο ταχύς
μσν.
1. (για ρυθμό στο στίχο) με ωραία συνθεμένους πόδες, με ρέοντα ρυθμό
2. φρ. «εὔπους ἥβη» — η βιαστική νιότη, τα νιάτα που περνούν γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πους].

Greek Monotonic

εὔπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό,
I. αυτός που έχει καλά πόδια, σε Ξεν.
II. λέγεται για στίχους, αυτός που έχει εύρυθμο, ρυθμικό μετρικό πόδα, ο ρέων, σε Ανθ.

Middle Liddell

I. with good feet, Xen.
II. of verses, with good feet, flowing, Anth.