ζωγραφίζω
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, ζωγραφέω)
1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα
2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο»)
νεοελλ.
1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική
2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με λόγο κάτι τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο αναγνώστης ή ο ακροατής να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με κάθε λεπτομέρεια
β) (για πρόσ.) χαρακτηρίζω, ιδίως δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)
3. μτφ. φαντάζομαι κάτι
4. μέσ. ζωγραφίζομαι
(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι
αρχ.
1. εξωραΐζω
2. συμβολίζω
3. φρ. «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν πρός τινα» — μιμούμαι κάποιον
4. διευθετώ, διακοσμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωγραφώ < ζωγράφος. Ο αόρ. εζωγράφησα του ζωγραφώ, ταυτιζόμενος ως προς την προφορά του με τον αόρ. τών ρ. σε -ίζω, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. ζωγραφίζω (πρβλ. σκορπώ, αόρ. σκόρπησα > σκορπίζω)].