θυραυλία

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλία Medium diacritics: θυραυλία Low diacritics: θυραυλία Capitals: ΘΥΡΑΥΛΙΑ
Transliteration A: thyraulía Transliteration B: thyraulia Transliteration C: thyravlia Beta Code: qurauli/a

English (LSJ)

ἡ,
A living out of doors, camping out, Ti.Locr.103b(pl.), etc.; of soldiers, Plu.2.498c; of wild animals, Arist.GA783a19.
II waiting at the door, of lovers, in plural, Ph.1.155, Philostr. Ep.29: sg., Luc.Merc.Cond.10.

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, das vor der Thür die Nacht Zubringen, im Freien Bleiben, Sein, bes. im Kriege; Tim. Locr. 103 b; Arist. gen. an. 5, 3; Luc. de merc. cond. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de vivre en plein air ; particul. campement de troupes en plein air.
Étymologie: θύραυλος.

Russian (Dvoretsky)

θῠραυλία: ἡ тж. pl.
1 жизнь под открытым небом (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.);
2 воен. лагерная жизнь (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.);
3 стояние у чужих дверей (συνεχὴς θ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠραυλία: ἡ, τὸ αὐλίζεσθαι ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. excubiae, Τιμ. Λοκρ. 103Β, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 5. 3, 20. ΙΙ. τὸ ἀναμένειν εἰς τὴν θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Φίλων 1. 155.

Greek Monolingual

θυραυλία, ἡ (Α) θύραυλος
1. (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η παραμονή έξω, ο καταυλισμός στο ύπαιθρο
2. (για εραστές) η αναμονή μπροστά στην πόρτα.

Greek Monotonic

θῠραυλία: ἡ, η ζωή στο ύπαιθρο, κατασκήνωση, σε Λουκ.

Middle Liddell

θῠραυλία, ἡ,
a living out of doors, camping out, Luc.