θυρσαχθής

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

German (Pape)

[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus belastet, Thyrsus tragend, Orph. H. 44, 5, v. l. θυρσεχθής, Ruhnk. θυρσεγχής, mit dem Thyrsus wie mit einer Lanze bewaffnet.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσαχθής: -ές, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ φέρων ἄχθος θύρσου, δηλ. ὁ φέρων θύρσον, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 5· ὁ Ruhnk. προτιμᾷ θυρσεγχής, ἔχων ὡς δόρυ θύρσον.

Greek Monolingual

θυρσαχθής, -ές (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -αχθής (< άχθος), πρβλ. επαχθής, πολυαχθής].