κένωμα

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κένωμα Medium diacritics: κένωμα Low diacritics: κένωμα Capitals: ΚΕΝΩΜΑ
Transliteration A: kénōma Transliteration B: kenōma Transliteration C: kenoma Beta Code: ke/nwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A empty space, vacuum, Erasistr. ap. Gell.16.3.8 (in Ion. form κείνωμα), Ph.Bel.57.17 (pl.), Plb.6.31.9, Phld.Sign.36 (pl.), Plu.2.655b (pl.).
2 vacancy, non-existence, Anon.in Prm.in Rh.Mus.47.603.
3 empty vessel, POxy.1292.4 (i A.D.), PAmh.2.48.8 (ii B.C.): pl., ῥοιᾶς κενώματα empty shells, Asclep. ap. Gal.13.302.
II Medic., evacuation, Phld.Lib.p.30 O., Dsc.5.11, Plu.2.381d.
2 evacuant, in plural, Herod.Med.in Rh.Mus.58.89, Ruf.Fr.116.

German (Pape)

[Seite 1419] τό, das Leergemachte, der leere Raum, Zwischenraum, Pol. 6, 31, 9 u. Sp.; – ἰατρικόν, Ausleerung, Reinigung, Plut. de Is. et Osir. 75.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
évacuation, purgation.
Étymologie: κενόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κένωμα -ατος, τό [κενόω] lege ruimte.

Russian (Dvoretsky)

κένωμα: ατος τό
1 пустое пространство, пустой промежуток, пустота Polyb., Plut.;
2 мед. опорожнение, очистка (κ. ἰατρικόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κένωμα: τό, κενὸν διάστημα, Λατ. intervallum, Ἐρασίστρ. παρὰ Γελλ. 16. 3, Πολύβ. 6. 31, 9, Πλούτ., κτλ. ΙΙ. Ἰατρ., κένωσις, Πλούτ. 2. 381C, Διοσκ. 5. 19.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κένωμα) κενώ
1. η κένωση, το άδειασμα
2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα
νεοελλ.
το άδειασμα του μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα
αρχ.
1. άδειο αγγείο
2. ιατρ. η κένωση
3. στον πληθ. τα κενώματα
αυτά που προκαλούν κένωση.