καλαμώδης
τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
English (LSJ)
καλαμῶδες, rushy, full of reeds, τὰ κ. Arist.HA550b7, 568a21; κ. λίμνη AP7.365 (Zonas); κ. τόπος D.C.63.28; of a reedy character, Thphr. HP 1.6.7, al.
German (Pape)
[Seite 1307] ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
plein de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM καλαμώδης, -ες)
(για τόπους) κατάφυτος με καλάμια
νεοελλ.
1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής
2. φρ. «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος του καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ώδης (πρβλ. θυελλώδης, κυματώδης)].
Greek Monotonic
κᾰλᾰμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με καλάμι, γεμάτος καλάμια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμώδης: заросший тростником (λίμνη Anth.): τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. тростниковые заросли на болотах.