κατάμεμπτος
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
κατάμεμπτον, blamed by all, abhorred, γῆρας S.OC1235 (lyr.): neuter plural as adverb, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον ye have fared not so as to have cause to find fault, ib.1696 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1363] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; γῆρας Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
méprisé, méprisable.
Étymologie: καταμέμφομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάμεμπτος -ον, adj. verb. van καταμέμφομαι, afkeurenswaardig; n. plur. adv. κατάμεμπτα:. οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἔβητον de weg die jullie hebben afgelegd is niet afkeurenswaard Soph. OC 1696.
Russian (Dvoretsky)
κατάμεμπτος: (всеми) порицаемый, т. е. тягостный, ужасный (τὸ γῆρας Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάμεμπτος: -ον, ἄξιος μομφῆς, περιφρονήσεως, γῆρας κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, αὐτόθι 1695.
Greek Monolingual
κατάμεμπτος, -ον (Α) καταμέμφομαι
αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («γῆρας κατάμεμπτον», Σοφ.).
Greek Monotonic
κατάμεμπτος: -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, απεχθής, σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει αφορμή για επίκριση, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
κατάμεμπτος, ον
blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to have cause to find fault, Il.