καταδουλισμός
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
ὁ, enslavement, ἅπτεσθαι or ἐφάπτεσθαί τινος ἐπὶ καταδουλισμῷ, GDI1685.5, 1686.8, al. (Delph.).
German (Pape)
[Seite 1347] ὁ, = καταδούλωσις, Inscr., oft.
Greek Monolingual
καταδουλισμός, ὁ (Α) καταδουλίζω
καταδούλωσις.
Translations
enslavement
Azerbaijani: kölələşdirilmə; Bulgarian: поробване; Catalan: esclavització; Chinese Mandarin: 奴役; Czech: zotročení; Finnish: orjuutus; French: asservissement, esclavage; German: Versklavung; Greek: υποδούλωση, σκλαβιά, σκλάβωμα; Ancient Greek: ἀνδραποδισμός, δουλαγωγία, δούλωσις, ἐξανδραπόδισις, ἐξανδραποδισμός, καταδουλισμός, καταδούλωσις, ὑποζυγή; Kalmyk: бөгллһн; Maori: ponongatanga, whakapononga, whakarōrā, whakaponongatanga; Polish: zniewolenie; Russian: порабощение; Spanish: esclavización; Swedish: förslavning; Ukrainian: поневолювання, поневолення