κατακλείδα

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς)
το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»)
νεοελλ.
1. όργανο ή εξάρτημα εργαλείου με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση του τροχού κατ' ανάστροφη διεύθυνση, καστανιόλα
2. σίδερο που εμβάλλεται εγκάρσια στον άξονα για να συγκρατεί τον τροχό
αρχ.
1. εργαλείο που χρησιμοποιούνταν για το κλείσιμο της πόρτας
2. η σύναψη της κλείδας του οστού με το στέρνο
3. θήκη βελών, φαρέτρα
4. στον πληθ. αἱ κατακλεῖδες
το φράγμα διώρυγας
5. είδος αρσενικής αγκιστροειδούς κόπιτσας με την οποία γίνεται η θηλύκωση ορισμένων φορεμάτων
6. η περιοχή γύρω απο την κλείδα του στέρνου
7. η τελική παρατήρηση, το συμπέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλείς «κλειδί»].