κατεναρίζω
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
strengthened for ἐναρίζω, kill outright: aor. Pass. κατηναρίσθης A.Ch.347 (lyr.): pf. part. Pass. κατηναρισμένος S.Aj.26.
German (Pape)
[Seite 1395] = simpl., umbringen; δορίτμητος κατηναρίσθης Aesch. Ch. 343; perf. pass., Soph. Ai. 26.
French (Bailly abrégé)
f. κατεναρίσω, Pass. ao. κατηναρίσθην, pf. κατηνάρισμαι;
tuer.
Étymologie: κατά, ἐναρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-εναρίζω doden.
Russian (Dvoretsky)
κατενᾰρίζω: (pass.: aor. κατηναρίσθην, part. pf. κατηναρισμένος) убивать, умерщвлять Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
κατενᾰρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐναρίζω, ἐντελῶς φονεύω, παθ. ἀόρ., δορίτμητος κατηναρίσθης Αἰσχύλ. Χο. 847· μετοχ. πρκμ., ἐκ χειρὸς κατηναρισμένος Σοφ. Αἴ. 26.
Greek Monolingual
κατεναρίζω (Α)
φονεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐναρίζω «σκυλεύω νεκρό»].
Greek Monotonic
κατενᾰρίζω: μέλ. -σω, φονεύω ολωσδιόλου· Παθ. αορ. αʹ κατηναρίσθην, σε Αισχύλ.· Παθ. παρακ. κατηναρισμένος, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. σω
to kill outright: aor1 pass. κατηναρίσθην Aesch.; perf. part. κατηναρισμένος Soph.