κατιθύς
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
Adv. opposite, c. gen., Babr.95.42, Q.S.7.136:—also κατιθύ Herod. 8.60, Man.1.30; cf. ἰθύς II.2.
German (Pape)
[Seite 1401] gegenüber, Qu. Sm. 7, 136, s. κατιθύ.
Greek (Liddell-Scott)
κατιθύς: Ἐπίρρ., ἀντὶ κατ’ ἰθύ, ἀπέναντι, μετὰ γεν., Κόϊντ. Σμ. 7. 136.
Greek Monolingual
κατιθύς και κατιθύ (Α)
επίρρ. στο αντίθετο μέρος, απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰθύς, ἡ «ευθεία πορεία»].