κιθάρισις

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθάρῐσις Medium diacritics: κιθάρισις Low diacritics: κιθάρισις Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΙΣ
Transliteration A: kithárisis Transliteration B: kitharisis Transliteration C: kitharisis Beta Code: kiqa/risis

English (LSJ)

-εως, ἡ, playing on the cithara, Pl.Prt. 325e; κ. ψιλή, i.e. without the voice, Id.Lg.669e, cf. Pae.Delph.15; αὔλησις καὶ κ. Phld.Mus.p.23 K.

German (Pape)

[Seite 1437] ἡ, das Citherspiel; plat. Prot. 325 e; ψιλή, ohne Gesang, Legg. II, 669 e; vgl. Ath. VIII, 352 c u. XIV, 637 f.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθάρισις -εως, ἡ [κιθαρίζω] citerspel, het spelen op de citer:. κ. ψιλή kaal citerspel (citerspel zonder zang) Plat. Lg. 669e; ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει in dans, in fluitspel en in citerspel Aristot. Poët. 1448a10.

Russian (Dvoretsky)

κῐθάρῐσις: εως (ᾰ) ἡ игра на кифаре Arst., Plut.: κ. ψιλή Plat. игра без пения.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθάρῐσις: ᾰ, -εως, ἡ, τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Πρωτ. 325E· κ. ψιλὴ, ὅ ἐστιν ἄνευ τοῦ ᾄσματος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669E· ― πρβλ. ἔναυλος.

Greek Monolingual

κιθάρισις, ἡ (Α) κιθαρίζω
1. κιθάρισμα, το παίξιμο της κιθάρας («ἐπιμελεῖσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», Πλάτ.)
2. φρ. «ψιλή κιθάρισις» — το παίξιμο της κιθάρας χωρίς άσμα, χωρίς ωδή.

Middle Liddell

κῐθᾰ́ρῐσις, εως κιθαρίζω
a playing on the cithara, Plat.