κολαστικός
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
κολαστική, κολαστικόν,
A corrective, punitive, κολαστική, ἡ, Pl.Sph.229a; δύναμις Ph.1.496; τὸ κολαστικόν Plu.2.458b; τὸ κολαστικὸν εἶδος Luc.Phal.1.8: c. gen., φάρμακα κολαστικὰ τῆς κακίας Gal.14.760.
2 given to punishing, Jul.Caes.312d.
German (Pape)
[Seite 1472] züchtigend, strafend; δίκη Plat. Soph. 229 a; Plut. u. a. Sp.; auch = hemmend, in Schranken haltend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à corriger.
Étymologie: κολάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολαστικός -ή -όν [κολάζω] straf-; subst. ἡ κολαστική (sc. τέχνη) de kunst van het straffen.
Russian (Dvoretsky)
κολαστικός: карающий (δίκη Plat.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολαστικός, -ή -όν) κολαστής
ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῖον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.)
(νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός, περιοριστικός
μσν.
ενοχλητικός, ανιαρός
μσν.-αρχ.
αυτός που δόθηκε για τιμωρία.
επίρρ...
κολαστικώς (Α κολαστικῶς)
με κολαστικό τρόπο, με τιμωρία.
Greek Monotonic
κολαστικός: -ή, -όν (κολάζω), σωφρονιστικός, διορθωτικός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κολαστικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς κόλασιν, τιμωρίαν, Πλάτ. Σοφιστ. 229Α· τὸ -κὸν Πλούτ. 2. 458Β· ― μετὰ γεν., φάρμακα κολαστικὰ τῆς κακίας Γαλην. τ. 14, σ. 760, 17.
Middle Liddell
κολαστικός, ή, όν κολάζω
corrective, Plat.