κοντά

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source

Greek Monolingual

(I)
κοντά)
επίρρ.
1. (τοπικό) πλησίον, εγγύς, δίπλα («μένει κοντά στη μητέρα της»)
2. (χρονικό ή ποσοτικό) σχεδόν, περίπου (α. «είναι κοντά πέντε μέρες που περιμένω την απάντησή σου» β. «η συνεδρίαση τελείωσε κοντά στα ξημερώματα»)
νεοελλ.
1. σε σύγκριση με (α. «κοντά σ' αυτό που πάθαμε, αυτά που λες δεν είναι τίποτε» β. «τί είν' τα βάσανα της ζωής κοντά στον θάνατο;»)
2. μαζί με κάποιον ή κάτιπάγω κι εγώ να τήνε βρω, μα έλα και συ κοντά μου», Πανώρ.)
3. φρ. α) «από κοντά» — κατά πόδας
β) «κοντά κοντά» — δίπλα δίπλα
4. παροιμ. «κοντά στον νου κι η γνώση» — για ευκόλως εννοούμενα πράγματα
μσν.
1. με συντομία, περιληπτικά
2. σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα
3. επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι»].
(II)
κοντά, τὰ (Μ)
ταινίες με τις οποίες οι κυνηγοί προσέδεναν στους καρπούς των χεριών τους τα πόδια των γερακιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) με αλλαγή γένους].