κονταίνω
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Greek Monolingual
και κοντένω (Μ κονταίνω)
1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί το πατάς»)
β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι
2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε»)
β) λιγοστεύω, μειώνομαι
γ) γίνομαι μικρότερος σε διάρκεια, συντομεύομαι
3. φρ. α) «κονταίνει η αναπνοή μου» — λαχανιάζω, ασθμαίνω
β) «κονταίνει η γλώσσα μου» — σιωπώ, βουβαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι). Ο ενεστ. του ρ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. ε-κόντ-υν-α κατ' αναλογίαν προς τον ενεστ. ρημάτων σε -αίνω (πρβλ. ἐ-μάρ-αν-α: μαρ-αίν-ω) για να αντιδιασταλεί το ενεστωτικό θέμα που δηλώνει ατελές ποιόν ενεργείας προς το αοριστικό που δηλώνει τέλειο ποιόν ενεργείας. Έτσι, ορθτ. θεωρείται η γρφ. κοντ-ένω, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν λόγοι ιστορικής ορθογραφίας για τη χρησιμοποίηση -αι-, παρά την επικράτηση της γενικευτικής ορθογραφίας σε -αίνω για λόγους απλοποιήσεως].