κόκα
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Greek Monolingual
(I)
η
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Erythroxylum coca του γένους ερυθρόξυλο (οικογένεια ερυθροξυλίδες), από τα φύλλα του οποίου εξάγεται το ναρκωτικό κοκαΐνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. coca < ισπ. coca < kuka, λ. της γλώσσας Κέτσουα του Περού].
(II)
και κόκκα, η (Μ κόκα και κόκκα)
1. εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου
2. (κατ' επέκτ.) το βέλος, η σαΐτα του τόξου
νεοελλ.
1. κεφάλι, κρανίο, καύκαλο («είναι κόκα αρβανίτικη» — είναι άνθρωπος πεισματάρης, ξεροκέφαλος, που επιμένει στις απόψεις του
2. εντομή πάνω σε ξύλο ή μικρό χάσμα στην κόψη ενός μαχαιριού ή άλλου οξέος οργάνου, αλλ. κοκ(κ)ιά («αυτό το μαχαίρι έχει κόκ(κ)ες»)
3. ξύλινος πήχυς σχισμένος κατά μήκος στα δύο, πάνω στον οποίο χαράσσονταν εντομές αντί για αριθμούς και που χρησιμοποιούνταν ως πρόχειρο σημειωματάριο ή κατάστιχο σε συναλλαγές, αλλ. τσέτουλα
4. καλαμένιο σύνεργο για την ανέλκυση αχινών από τον πυθμένα
μσν.
είδος μεγάλου πλοίου («τὰ κάτεργα, ἀλλὰ δὴ οἱ κόκκες, τὰ καράβια», Χρον. Mop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cocca].