λίπτω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
German (Pape)
[Seite 52] wornach verlangen, sich wornach sehnen, Hesych. erkl. ἐπιθυμῶ; μετά τι, Nic. Th. 126; τινός, Ap. Rh. 4, 813; Lycophr. 131. 353; auch im med., λελιμμένος, begehrend, begierig wornach, μάχης, Aesch. Spt. 362, vgl. Ag. 850 u. Spt. 337. – Vgl. λιμβός.
French (Bailly abrégé)
désirer vivement, gén.;
Moy. λίπτομαι (part. pf. λελιμμένος) m. sign.
Étymologie: R. Λιπ.
Greek Monolingual
λίπτω (Α)
1. (ενεργ
και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά
2. μέσ. λίπτομαι
είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα lip- της ΙΕ ρίζας leip- «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. liepiu, liĕpti «επιβάλλω, κυβερνώ», αρχ. πρωσ. pallaips «τάξη», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. είναι συγγενής με σλοβακ. lipiet, lipnut «επιθυμώ διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «κολλάω», πρβλ. λίπα. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην ίδια λεξιλογική οικογένεια με τα λίπα, λιπαρός, με διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη. Η άποψη αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. λίπτω έχει -ῖ, ενώ το λιπαρός -ĭ-, αν και η μακρότητα του λίπτω μπορεί να οφείλεται σε μετρική έκταση].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: desire (A. R., Lyc., Nic.),
Other forms: Perf. midd. λελιμμένος desiring (A. Th. 355, 380).
Derivatives: Cf. λίψ ἐπιθυμία H.; further λιπαρέω persist, ask persistently, repeatedly (IA.) with λιπαρίη persistence, endurance (Hdt.) and λιπαρής persistent, persisting, earnest (S., Ar., Pl.); on λιπαρ-έω, -ίη, -ής Scheller Oxytonierung 36, Frisk Eranos 40, 85; cf. Schwyzer 513.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Bezzenberger GGA 1874, 1246 one compares λίπτω with Lith. liepiù, liẽpti command, order, organise, OPr. pallaips order (s. Fraenkel Wb. s. v.). Against this Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50f. to Slovak. lipiet́, lipnút́ desire strongly, which are however in spite of Machek identical with the verbs for stick. So λίπτω, λιπαρέω perhaps to λίπα, λιπαρός. A serious problem is however the length of the ι (after WP. 2, 403 rhythmically lengthened). - Wrong Prellwitz Glotta 19, 89 f.: λι-παρής after the ancients (H. a. o.) "ἀπὸ τοῦ λίαν παρεῖναι". - On λιψουρία s. v.
Frisk Etymology German
λίπτω: {líptō}
Forms: Perf. Med. λελιμμένος verlangend (A. Th. 355, 380).
Grammar: v.
Meaning: begehren (A. R., Lyk., Nik.),
Derivative: Daneben λίψ· ἐπιθυμία H.; außerdem noch λιπαρέω ‘beharren, beharrlich od. dringend bitten, wiederholt fragen’ (ion. att.) mit λιπαρίη Beharrlichkeit, Ausdauer (Hdt. u. a.) und λιπαρής beharrlich, zudringlich, eifrig (S., Ar., Pl. u. a.); über λιπαρέω, -ίη, -ής Scheller Oxytonierung 36, Frisk Eranos 40, 85; vgl. auch Schwyzer 513.
Etymology : Zu λιψουρία s. bes. Seit Bezzenberger GGA 1874, 1246 wird λίπτω mit lit. liepiù, liẽpti befehlen, gebieten, anordnen, apreuß. pallaips Gebot u. a. m. (s. Fraenkel Wb. s. v.) zusammengestellt. Dagegen nach Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50f. zu slovak. lipiet’, lipnút’ heftig begehren, die wohl indessen trotz Machek mit den gleichlautenden Verba für ankleben, anhaften genetisch identisch sind. Somit könnten vielleicht auch λίπτω, λιπαρέω letzten Endes zu λίπα, λιπαρός gehören. Eine ernste Schwierigkeit ist aber die Länge des ι; nach WP. 2, 403 und Čop KZ 74, 229 wäre es rhythmisch gedehnt. —Verfehlt Prellwitz Glotta 19, 89 f.: λι-παρής nach antikem Vorbild (H. u. a.) "ἀπὸ τοῦ λίαν παρεῖναι".
Page 2,127-128