λεοντόχλαινος
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
λεοντόχλαινον, clad in a lion's skin, APl.4.94 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 29] mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
revêtu d'une crinière de lion.
Étymologie: λέων, χλαῖνα.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόχλαινος: -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. λεοντάγχωνος.
Greek Monolingual
λεοντόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρόχλαινος, μελάγχλαινος].
Greek Monotonic
λεοντόχλαινος: -ον (χλαῖνα), αυτός που είναι περιβεβλημένος με δέρμα λιονταριού, σε Ανθ.