λεπτοφυής

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοφῠής Medium diacritics: λεπτοφυής Low diacritics: λεπτοφυής Capitals: ΛΕΠΤΟΦΥΗΣ
Transliteration A: leptophyḗs Transliteration B: leptophyēs Transliteration C: leptofyis Beta Code: leptofuh/s

English (LSJ)

λεπτοφυές, = λεπτός, οὐρή Nonn. D.26.315; τύπος… ἐλεφάντων ib.18.86.

German (Pape)

[Seite 31] ές, von dünner, feiner Natur, seinem Wesen, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοφυής: -ές, λεπτὸς τὴν φυήν, μεταγεν.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπτοφυής, -ές)
αυτός που έχει λεπτή υφή, λεπτή φύση, λεπτός κατά τη φυσική κατασκευή του («λεπτοφυές σώμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -φυής (< φύος < φύω), πρβλ. αυτοφυής, ευφυής].