λιθοδόμος
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
English (LSJ)
ὁ, mason, τέκτονες καὶ λιθοδόμοι joiners and masons, X.Cyr.3.2.11 codd. (sed leg. λιθοτόμοι).
German (Pape)
[Seite 45] von Steinen bauend, ὁ, der Maurer, neben τέκτων, Xen. Cyr. 3, 2, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bâtit avec des pierres, architecte.
Étymologie: λίθος, δέμω.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοδόμος: ὁ каменщик, строитель (τέκτονες καὶ λιθοδόμοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοδόμος: ὁ, ὁ κτίζων, οἰκοδομῶν διὰ λίθων, κτίστης, τέκτονες καὶ λιθοδόμοι, λεπτουργοὶ καὶ κτίσται, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11· πρβλ. λιθολόγος.
Greek Monolingual
ο (Α λιθοδόμος)
αυτός που κτίζει με λίθους
νεοελλ.
ζωολ. το μαλάκιο λιθοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -δόμος (< δέμω), πρβλ. οικοδόμος, πυργοδόμος.
Greek Monotonic
λῐθοδόμος: ὁ (δέμω), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί με πέτρες, χτίστης, οικοδόμος, σε Ξεν.