μαγιά
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
η
1. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών σακχαρομυκήτων που αποτελούν τις ζύμες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε διαφόρους κλάδους της βιομηχανίας
2. (ειδικά) η ξηρή συμπυκνωμένη μορφή με την οποία προσφέρεται η ζύμη στο εμπόριο·
3. όξινο φύραμα αλεύρου, προζύμι
4. η ύλη που χρησιμεύει για το πήξιμο του γάλακτος σε γιαούρτι ή τυρί, η πυτιά
5. μτφ. τα πρώτα μικρά κεφάλαια που είναι η βάση για την έναρξη μιας επιχείρησης
6. φρ. «μαγιά της μπίρας» — η ζυθοζύμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maya «προζύμι»].