μεσιτεία
English (LSJ)
ἡ,
A mediation, J.AJ20.3.2, Jul.Mis.354d; arbitration, BGU1676.5 (ii A. D.), 98.23 (iii A. D.), etc.; μ. κρίσεων Vett. Val.2.27 (pl.).
2 pledging, mortgaging, BGU445.9 (iii A. D.), etc.
3 negotiation, Babr.93.8.
II lying between, Nicom.Ar.1.7.
German (Pape)
[Seite 138] ἡ, die Vermittelung, Bahr. 93, 8; das in der Mitte Sein, Nicom. arithm. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
médiation, entremise.
Étymologie: μεσίτης.
Russian (Dvoretsky)
μεσῑτεία: ἡ посредничество, посреднические переговоры Babr.
Greek (Liddell-Scott)
μεσῑτεία: ἡ, μεσολάβησις, τὸ μεσιτεύειν, Διον. Ἀρεοπ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8785, κτλ. 2) διαπραγμάτευσις, Βάβρ. 83. 8.
Greek Monolingual
η (ΑM μεσιτεία, Α και μεσητία, Μ και μεσιτεία) μεσιτεύω
μεσίτευση, μεσολάβηση
νεοελλ.
1. (νομ.) η μεσολάβηση που γίνεται με αμοιβή για τη σύναψη συμβάσεως μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων
2. συνεκδ. η αμοιβή του μεσίτη, τα μεσιτικά, η προμήθεια («πλήρωσε 20% μεσιτεία για την υπογραφή του συμβολαίου»)
μσν.
φρ. «βάνομαι εἰς μεσιτείαν» — μεσολαβώ, παρεμβαίνω
αρχ.
1. διαιτησία
2. διαπραγμάτευση
3. ενεχυρίαση, υποθήκευση
4. το να είναι κάποιος στο μέσο
5. ενδιάμεση κατάσταση.
Greek Monotonic
μεσῑτεία: ἡ, μεσολάβηση, διαπραγμάτευση, σε Βάβρ.
Middle Liddell
μεσῑτεία, ἡ, [from μεσῑ́της]
mediation, negotiation, Barb.