Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταμελούμαι

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῦμαι, -έομαι) μέλλω
1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.)
2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει», Μηναί.)
μσν.
1. αλλάζω διάθεση ή διαγωγή απέναντι σε κάποιον
2. (για τον Θεό) ευσπλαχνίζομαι, δείχνω έλεος
μσν.-αρχ.
(σπαν. το ενεργ.) μεταμελῶ, -έω
κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
αρχ.
1. (το ενεργ. ως απρόσ.) (συν. με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μεταμέλει μοί τίνος
μετανοώ για κάτι (α. «νῦν τοίνυν ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων», Λυσ.
β. «οὔτε νῦν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ», Πλούτ.)
2. (το ουδ. μτχ. μέλλ. ως ουσ.) το μεταμελησόμενον
α) αυτό που πρόκειται να προξενήσει μετάνοια
β) η μετάνοια, το μετάνιωμα.