μυσαχθής
From LSJ
English (LSJ)
μυσαχθές, poet. for μυσαρός, Nic.Th.361, AP9.253 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 222] ές, ekelhaft, abscheulich; Nic. Ther. 361; γάμοι Οἰδίποδος, Philp. 31 (IX, 253).
Russian (Dvoretsky)
μῠσαχθής: внушающий отвращение, отвратительный, ужасный (γάμοι Οἰδίποδος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠσαχθής: -ές, ποιητ. ἀντὶ μυσαρός, Νικ. Θ. 361, Ἀνθ. Π. 9. 253.
Greek Monolingual
μυσαχθής, -ές (Α)
μυσαρός, βδελυρός, μισητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + -αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυαχθής, ισοαχθής].
Greek Monotonic
μῠσαχθής: -ές, ποιητ. αντί μυσαρός, σε Ανθ.
Middle Liddell
μῠσαχθής, ές [from μῠσάττομαι] [poetic for μυσαρός, Anth.]