μόλυνση
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
Greek Monolingual
η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) μολύνω
ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια του σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες του σώματος, η μετάδοση παθογόνων μικροβίων σε ζωντανό οργανισμό
2. (φυτοπαθολ.) η είσοδος ενός οργανισμού ή ιού στον ξενιστή και η δημιουργία μόνιμης ή πρόσκαιρης παρασιτικής σχέσης
3. φρ. α) «εστία μόλυνσης» — μια θέση ή μια περιοχή όπου υπάρχουν συγκεντρωμένοι παράγοντες που μπορούν να μολύνουν
β) «μόλυνση της ατμόσφαιρας» ή «μόλυνση του περιβάλλοντος» — η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα και γενικά του περιβάλλοντος από ξένες ουσίες, τών οποίων η παρουσία οφείλεται στη δραστηριότητα του ανθρώπου
αρχ.
αντί μώλυσης, η κατάσταση του μισοψημένου κρέατος.