ναυαρχέω
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
A command a fleet, Hdt.7.161, X.An.5.1.4, IG12(8).183 (Samothrace), Phld.Rh.2.209 S.: c. gen., ν. [πλοίων] Philipp. ap. D. 18.77.
II in the cult of Isis, preside at the festival of the ship (πλοιαφέσια), Ἀρχ.Δελτ. 1.152, al. (Eretria).
German (Pape)
[Seite 230] ein Schiffsbefehlshaber sein, Schiffe befehligen; Her. 7, 161; Xen. Hell. 5, 1, 5; πλοίων, Dem. 18, 77 (ep. Phil.); παρά τινι, Pol. 16, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ναυαρχῶ :
commander un vaisseau ou une flotte.
Étymologie: ναύαρχος.
Russian (Dvoretsky)
ναυαρχέω: (тж. ν. πλοίων Dem.) быть навархом, командовать флотом Her., Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ναυαρχέω: εἶμαι ναύαρχος, διοικῶ στόλον, Ἡρόδ. 7. 161, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 2160, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν., ν. πλοίων Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 1.
Greek Monotonic
ναυαρχέω: μέλ. -ήσω, διοικώ στόλο, σε Ηρόδ., Ξεν.