νεηγενής

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεηγενής Medium diacritics: νεηγενής Low diacritics: νεηγενής Capitals: ΝΕΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: neēgenḗs Transliteration B: neēgenēs Transliteration C: neigenis Beta Code: nehgenh/s

English (LSJ)

νεηγενές, Ion. for νεαγενής, new-born, just born, Od.4.336.

German (Pape)

[Seite 236] ές, neu, eben geboren; Od. 4, 336. 17, 127; μόσχον νεαγενῆ, Eur. I. A. 1623; sp. D., wie Antp. Sid. 83 (VII, 210).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. νεογενής.

Russian (Dvoretsky)

νεηγενής: эп.-ион. = νεογενής.

Greek (Liddell-Scott)

νεηγενής: -ές, Ἰων. ἀντὶ νεᾱγενής, ἀρτιγενής, νεογέννητος, Ὀδ. Δ. 336, Ρ. 127· ἴδε ἐν λέξ. νεαγενής.

English (Autenrieth)

ές: new-born, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Greek Monolingual

νεηγενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. νεογενής.

Greek Monotonic

νεηγενής: -ές (γίγνομαι)· Ιων. αντί νεᾱγενής, ο γεννημένος πρόσφατα, νεογέννητος, αρτιγέννητος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

νεη-γενής, ές γίγνομαι [ionic for νεᾱγενής]
new-born, just born, Od.