νεκροκομίζω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
take care of the dead, Eust.1080.51.
Greek Monolingual
νεκροκομίζω ή νεκροκομῶ, -έω (Α) νεκροκόμος
φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω.